ποντικοφαγωμένος

ποντικοφαγωμένος
η , ο съеденный мышами; изъеденный мышами

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ποντικοφαγωμένος" в других словарях:

  • ποντικοφαγωμένος — η, ο, Ν αυτός που έχει δαγκωθεί από ποντικό ή έχει φαγωθεί εν μέρει από ποντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + φαγωμένος] …   Dictionary of Greek

  • ποντικοφαγωμένος — η, ο αυτός που έχει δαγκώματα ποντικιού, ποντικοφαγώματα: Το ψωμί είναι ποντικοφαγωμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυόβρωτος — μυόβρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό βρωτος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»